- μεταηθική
- η(φιλοσ.) κλάδος τής ηθικής που έχει ως αντικείμενό του τον καθορισμό τής φύσης τών ηθικών εννοιών και κρίσεων κατά μέγα μέρος μέσω τής ανάλυσης τών λογικών και σημασιολογικών πλευρών τής ηθικής γλώσσας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek